- ολίγιστος
- -η, -ο (Α ὀλίγιστος, -ίστη, -ον)(υπερθ. τού ὀλίγος) πάρα πολύ λίγος, ελάχιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + κατάλ. υπερθ. -ιστός (πρβλ. μέγ-ιστος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀλίγιστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγίστων — ὀλίγιστος fem gen pl ὀλίγιστος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλίγιστον — ὀλίγιστος masc acc sg ὀλίγιστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγίσταις — ὀλίγιστος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγίστη — ὀλίγιστος fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγίστην — ὀλίγιστος fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγίστης — ὀλίγιστος fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγίστοις — ὀλίγιστος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγίστοισι — ὀλίγιστος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγίστου — ὀλίγιστος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)